ειδήμονας

ειδήμονας
ο και ειδήμων, ο, η (Α εἰδήμων, -ον)
αυτός που έχει γνώση, έμπειρος, γνώστης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη σχηματισμένη από την απαθή βαθμίδα της ρίζας *weid- «γνωρίζω», η οποία εμφανίζεται στον παρακμ. οίδα*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ειδήμονας — ο που γνωρίζει κάτι καλά (επιστημονικά ή από μεγάλη πείρα), ο έμπειρος σε κάτι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εἰδήμονας — εἰδήμων acquainted with masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έμπαιος — (I) ἔμπαιος, ον (Α) 1. έμπειρος, ικανός 2. γνώστης, ειδήμονας. (II) ἔμπαιος, ον (Α) αυτός που επιτίθεται αιφνίδια …   Dictionary of Greek

  • συνετός — ή, ό / συνετός, ή, όν, ΝΜΑ [συνίημι] αυτός που έχει σύνεση ή αυτός που γίνεται με σύνεση, γνωστικός (α. «συνετός ηγέτης» β. «συνετή πράξη» γ. «ἀπέκρυψας αὐτὰ ἀπὸ σοφῶν καὶ συνετῶν καὶ ἀπεκάλυψας αὐτὰ νηπίοις», ΚΔ δ. «ξυνεταὶ φρένες», Αριστοφ.)… …   Dictionary of Greek

  • γνώστης — ο αυτός που γνωρίζει κάτι καλά, ο ειδήμονας: Είναι γνώστης των γεγονότων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”